ρυσίπτολις

ρυσίπτολις
-όλεως, ὁ, ἡ, Α
(ποιητ. τ.) βλ. ῥυσίπολις.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ρυσίπολις — και ποιητ. τ. ῥυσίπτολις, εως, ὁ, ἡ, Α (συν. ως προσωνυμία τής Αθηνάς αλλά και τού Νεοπτολέμου) υπερασπιστής, σωτήρας τής πόλης («ῥυσίπολις γενοῡ Παλλάς», Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Σύνθ. τού τύπου τερψίμβροτος < θ. ῥυσι τού ἐρύω (ΙΙ) «προστατεύω»… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”